dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταφεύγω σε αυτοβοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zur Selbsthilfe greifen
Ⓦ
Ⓖ
…